λυθίραμμος
From LSJ
Ὡς οὐδὲν ἡ μάθησις, ἂν μὴ νοῦς παρῇ → Quam nihil est disciplina, ni mens → Wie wenig taugt das Lernen, wenn Begabung fehlt
English (Slater)
λυθίραμμος a Pindaric etymological interpretation of the word dithyramb. λυθίραμμος (i. e. διθύραμβος: cf. Et. Mag., καὶ Ζεὺς τικτομένου αὐτοῦ (sc. Διονύσου) ἐπεβόα· λῦθι ῥάμμα) fr. 85.