Λήδα
From LSJ
ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime
English (LSJ)
ας, ἡ, Leda, A.Ag.914, etc.:—the forms Λήδη, ης, only Ep., as Od.11.298.
Greek (Liddell-Scott)
Λήδα: ας, ἡ, Αἰσχύλ. Ἀγ. 914, κτλ.· ὁ τύπος Λήδη, ης, μόνον Ἐπικ., ὡς Ὀδ. Λ. 298.
French (Bailly abrégé)
(ἡ) :
Léda, épouse de Tyndare, mère d’Hélène, de Clytemnestre et des Dioscures.
English (Slater)
Λήδα wife of Tyndareos, mother of Kastor, Polydeukes, Helen.
1 σὺν βαθυζώνοιο διδύμοις παισὶ Λήδας (O. 3.35) υἱοὶ τρεῖς Ἀλκμήνας θ' ἑλικογλεφάρου Λήδας τε (P. 4.172) αὐτίκα γὰρ ἦλθε Λήδας παῖς διώκων Kastor (N. 10.66)