ἐλαιόω
From LSJ
English (LSJ)
A oil:—only Pass., to be oiled, Arist.HA605b20; σπόγγος ἠλαιωμένος Ph.1.433; ἐλαιοῦται θρίξ S.Fr.624, cf. Pi.Fr.305. 2 bring to an oily consistency, in Alchemy, Zos.Alch.p.163B. II gather olives, Poll.7.146.
German (Pape)
[Seite 789] 1) mit Oel salben, einölen; Pind. frg. 274; Arist. H. A. 8, 27; ἐλαιωτός, gesalbt, Hesych. – 2) Oliven sammeln, Poll. 7, 146.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλαιόω: χρίω δι’ ἐλαίου, «λαδώνω», μόνον ἐν τῷ παθ., ἀλείφομαι μὲ ἔλαιον, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 27, 3· λαμπρύνομαι, Πινδ. Ἀποσπ. 274, Σοφ. Ἀποσπ. 556. ΙΙ. δρέπομαι τὸν καρπὸν τῆς ἐλαίας, Πολυδ. Ζ΄, 146.