Δάρδανοι
From LSJ
ἡ πίστις εἰσάξει, ἡ πεῖρα διδάξει → faith shall lead you, experience shall teach you
French (Bailly abrégé)
ων (οἱ) :
habitants de la Dardanie, en Troade.
Étymologie: Δάρδανος³.
English (Autenrieth)
fem. Δαρδανίδες: Dardanians. inhabitants of Dardania; often named in connection with the Trojans, as representatives of the allies, Il. 2.819, , Il. 3.456.
English (Slater)
Δάρδᾰνοι
1 Trojans ὄφρα ἀλαλὰν Λυκίων τε προσμένοι καὶ Φρυγῶν Δαρδάνων τε (N. 3.61)
English (Slater)
Δάρδᾰνοι
1 Trojans ὄφρα ἀλαλὰν Λυκίων τε προσμένοι καὶ Φρυγῶν Δαρδάνων τε (N. 3.61)