ἐντράπελος
Τὸ δ' ἐκ τυράννων αἰσχροκέρδειαν φιλεῖ → The race of tyrants loves shameful profit
English (LSJ)
[ᾰ], ον, (
A ἐντρέπω 11.4) shameful, dub. l. in Pi.P.4.105, Thgn.400 cod.A.
English (Slater)
ἐντρᾰπελος
1 shameful cf. van Groningen on Theogn. 400. μὴ δολωθῇς, ὦ φίλε, κέρδεσιν ἐντραπέλοις (v. l. εὐτραπέλοις: εὐτράπλοις Bücheler: locus metri causa varie temptatus v. Körte, GGA, 1901, 969.) (P. 1.92) οὔτε ἔργον οὔτ' ἔπος ἐντράπελον κείνοισιν εἰπὼν (codd.: ἐκτράπελον Heyne e Σ.) (P. 4.105)
English (Slater)
ἐντρᾰπελος
1 shameful cf. van Groningen on Theogn. 400. μὴ δολωθῇς, ὦ φίλε, κέρδεσιν ἐντραπέλοις (v. l. εὐτραπέλοις: εὐτράπλοις Bücheler: locus metri causa varie temptatus v. Körte, GGA, 1901, 969.) (P. 1.92) οὔτε ἔργον οὔτ' ἔπος ἐντράπελον κείνοισιν εἰπὼν (codd.: ἐκτράπελον Heyne e Σ.) (P. 4.105)