ἐλαχύνωτος
From LSJ
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
English (LSJ)
[ῠ], ον,
A short-backed, prob.in Pi.Pae.4.14.
English (Slater)
ἐλᾰχύνωτος
1 with short ridge Κάρθαι[α ἐλα]χύνωτον στέρνον χθονός[ (vel βρα]χύνωτον supp. G-H.) Πα. . 1 ἐ]λαχύν[ωτο Πα. 7a. 6.
English (Slater)
ἐλᾰχύνωτος
1 with short ridge Κάρθαι[α ἐλα]χύνωτον στέρνον χθονός[ (vel βρα]χύνωτον supp. G-H.) Πα. . 1 ἐ]λαχύν[ωτο Πα. 7a. 6.