εὐτερπής
From LSJ
μηδεμίαν εἶναι προθεσμίαν τῆς ἐπιλήψεως → there shall be no limit of time set to making a claim
μηδεμίαν εἶναι προθεσμίαν τῆς ἐπιλήψεως → there shall be no limit of time set to making a claim
Full diacritics: εὐτερπής | Medium diacritics: εὐτερπής | Low diacritics: ευτερπής | Capitals: ΕΥΤΕΡΠΗΣ |
Transliteration A: euterpḗs | Transliteration B: euterpēs | Transliteration C: efterpis | Beta Code: eu)terph/s |
ές,
A delightful, charming, ἄνθος, φωνή, Pi.O.6.105, AP9.364 (Nestor).
εὐτερπής: -ές, τερπνός, εὐάρεστος, θελκτικός, Πινδ. Ο. 6. 180, Ἀνθ. Π. 9. 364.
ής, ές :
tout à fait réjouissant, charmant.
Étymologie: εὖ, τέρπω.