Κυπρογενής

From LSJ
Revision as of 13:04, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")

Ὁ γραμμάτων ἄπειρος οὐ βλέπει βλέπων → Illiterata vita cum oculis caecitas → Wer unkundig im Lesen, sieht und ist doch blind

Menander, Monostichoi, 438
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Κυπρογενής Medium diacritics: Κυπρογενής Low diacritics: Κυπρογενής Capitals: ΚΥΠΡΟΓΕΝΗΣ
Transliteration A: Kyprogenḗs Transliteration B: Kyprogenēs Transliteration C: Kyprogenis Beta Code: *kuprogenh/s

English (LSJ)

ές, (γενέσθαι)

   A Cyprus-born, K. Κυθέρεια h.Hom.10.1: standing alone, Hes.Th.199 (acc. -γενέα (prob.)), Sol.26, Pi.O. 10(11).105, etc.:—fem. Κυπρο-γένεια, ἡ, Κ. Ἀφροδίτη Ar.Lys.551; K. θεά Panyas.13.3: abs., Pi.P.4.216, Plu.Art.28:—Aeol. Κυπρογένηα Sapph.Supp.14.8, Alc.60, Theoc.30.31.

Greek (Liddell-Scott)

Κυπρογενής: -ες, (γενέσθαι) ἐν Κύπρῳ γεννηθείς, ἐπίθετ. τῆς Ἀφροδίτης, Ὁμ. Ὕμν. 9, Σόλων 2. 1, Πίνδ., κλ.˙ ― θηλ. Κυπρογένεια, ἡ, ἐν Κύπρῳ γεννηθεῖσα, Κ. Ἀφροδίτη Ἀριστοφ. Λυσ. 551˙ Κ. θεὰ Πανύασ. παρ’ Ἀθην. 36D˙ ἀπολ., Πινδ. Π. 4. 384, Πλουτ. Ἀρτοξ. 28˙ Κυπρογενέα, μετὰ συνιζήσεως τοῦ -έα, Ἡσ. Θ. 199.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
né à Chypre.
Étymologie: Κύπρος, γίγνομαι.