ἀβωλόκοπος
From LSJ
ἐξέστω Κλαζομενίοις ἀσχημονεῖν → let the Clazomenians be permitted to behave disgracefully (Aelian, Varia Historia 2.15)
English (LSJ)
ον,
A not hoed, Poll.1.246.
Greek (Liddell-Scott)
ἀβωλόκοπος: -ον, μὴ βωλοκοπηθείς, ἀσβάρνιστος. Πολυδ. 1. 246.