ἁδρόσφαιρος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A in large balls, μαλάβαθρον Peripl.M.Rubr.65.
German (Pape)
[Seite 37] in starken Kugeln, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἁδρόσφαιρος: -ον, ὁ ἔχων μεγάλας σφαίρας ἢ ἐσχηματισμένος εἰς μεγάλας σφαίρας, ἐπὶ τοῦ μαλαβάθρου (ὃ ἴδε), Περίπλ. Ἀρρ. Ἐρυθρ. θαλάσσης σ. 38.