ἀερόεις
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
English (LSJ)
A = ἠερόεις (q. v.), Τάρταρος Tab.Defix.108.3 (iii B. C.), cf. Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ἀερόεις: παρ’ Ἡσυχ. κατ’ οὐδ. «ἀερόεν, μέλαν, βαθύ, μέγα», ἀλλαχοῦ ὅμως μόνον κατὰ τὸν Ἰων. τύπον ἠερόεις, ὃ ἴδε.
French (Bailly abrégé)
épq. et ion. ἠερόεις;
όεσσα, όεν;
brumeux, sombre.
Étymologie: ἀήρ, ion. ἠήρ.