αἴτησις
From LSJ
English (LSJ)
εως, ἡ,
A request, demand, Hdt.7.32, Antipho 5.4, POxy.1024.20 (ii A. D.); ἡ ἐρώτησις ἀποκρίσεώς ἐστιν αἴ. Arist.Int.20b22.
Greek (Liddell-Scott)
αἴτησις: -εως, ἡ, παράκλησις, ἀπαίτησις, Ἡρόδ. 7. 32. Ἀντιφῶν 129, 40. ΙΙ. ἐν τῇ λογικῇ αἴτημα, λῆψίς τινος ὡς δεδομένου, τῆς ἀποκρίσεως, Ἀριστ. Ἑρμ. 11. 3.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
demande, prière.
Étymologie: αἰτέω.