ἀρωματίζω

From LSJ
Revision as of 19:32, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρωμᾰτίζω Medium diacritics: ἀρωματίζω Low diacritics: αρωματίζω Capitals: ΑΡΩΜΑΤΙΖΩ
Transliteration A: arōmatízō Transliteration B: arōmatizō Transliteration C: aromatizo Beta Code: a)rwmati/zw

English (LSJ)

[ᾰρ],

   A spice, στέαρ Dsc.1.66:—Pass., Id.2.76.10; ἠρωματις μένον ἔλαιον Inscr.Prien.112.62 (i B.C.).    2 intr., have a spicy flavour or scent, D.S.2.49, Str.16.2.41, Plu.2.623e.

German (Pape)

[Seite 368] würzen, Diosc.; nach Gewürz riechen, schmecken, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρωματίζω: ποιῶ τι ἀρωματῶδες δι’ ἀναμίξεως ἀρωμάτων, ἔνιοι κηρὸν ἢ στέαρ ἀρωματίσαντες συμμαλάσσουσιν Διοσκ. 1. 79, 2. 91, 1. 60· παθ. 2. 91. 2) ἔχω ἀρωματικὴν γεῦσιν ἢ ὀσμήν, τὴν ἄλλην ὕλην τὴν ἀρωματίζουσαν πολλὴν φέρει Διόδ. 2. 49· εὐωδίας ἀρωματιζούσης Πλούτ. 2. 623E· οὐδὲ τὴν ῥίζαν πικρὰν ἢ ἀρωματίζουσαν ἔχει Διοσκ. 1. 7.

French (Bailly abrégé)

avoir une odeur aromatique.
Étymologie: ἄρωμα.