ἀποσφάξ
From LSJ
English (LSJ)
άγος, ὁ, ἡ,
A broken off, abrupt, βῆσσα Nic.Th.521.
German (Pape)
[Seite 329] άγος, abgeschnitten, steil, Nic. Th. 521.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποσφάξ: άγος, ὁ, ἡ, ἀπόκρημνος, ἀπότομος, ὡς τὸ ἀπορρώξ, Νικ. Θ. 521· καθ’ Ἡσύχ. «ἀποσφάξ τὸ ὑψηλόν».