ἀπερίσκοπος
From LSJ
English (LSJ)
ον, = foreg., Suid.
A s.v. ἀπερίγραπτοι.
German (Pape)
[Seite 288] dasselbe, B. A. für ἀπερίγραπτος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπερίσκοπος: -ον, = τῷ προηγ., Σουΐδ., Α. Β. 422 ἐν λέξ. ἀπερίγραπτοι.
Full diacritics: ἀπερίσκοπος | Medium diacritics: ἀπερίσκοπος | Low diacritics: απερίσκοπος | Capitals: ΑΠΕΡΙΣΚΟΠΟΣ |
Transliteration A: aperískopos | Transliteration B: aperiskopos | Transliteration C: aperiskopos | Beta Code: a)peri/skopos |
ον, = foreg., Suid.
A s.v. ἀπερίγραπτοι.
[Seite 288] dasselbe, B. A. für ἀπερίγραπτος.
ἀπερίσκοπος: -ον, = τῷ προηγ., Σουΐδ., Α. Β. 422 ἐν λέξ. ἀπερίγραπτοι.