γαγγραινόομαι
From LSJ
English (LSJ)
Pass.,
A become gangrenous, Hp.Art.63, Gal.18 (1).156.
German (Pape)
[Seite 470] von dem genannten Geschwür ergriffen werden, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
γαγγραινόομαι: παθ., γίνομαι γαγγραινώδης, μεταβάλλομαι εἰς γάγγραιναν, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 828.