Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich
Menander, Monostichoi, 344German (Pape)
[Seite 613] aus einander klaffen, den Mund öffnen; διακεχηνυῖα, Plut. sol. an. 30; διαχανόντες, 23.
Greek (Liddell-Scott)
διαχαίνω: διαχάσκω, λίαν χαίνω, Πλούτ. 2. 976Β, 980Β.
French (Bailly abrégé)
ao.2 διέχανον, pf. διακέχηνα;
s’entrouvrir.
Étymologie: διά, χαίνω.