δοκιμαστικός
From LSJ
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for scrutiny, δύναμις Arr.Epict.1.1.1, cf. S.E.M.1.64, Theol.Ar.52, v. l. in Diog.Bab.Stoic.3.219. Adv. -κῶς approvingly, διακεῖσθαι Stoic.3.160. II -κόν, τό, commission paid to an assayer, PHib.29.24, al.
German (Pape)
[Seite 653] = δοκιμαστήριος, Suid. – Adv. bei Stob.
Greek (Liddell-Scott)
δοκιμαστικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ κατάλληλος εἰς ἔρευναν, Στωικ. παρὰ Στοβ. Ἐκλογ. 2. 154.