ἐκνιτρόω
From LSJ
English (LSJ)
A cleanse with νίτρον, τἀκπώματ'.. ἐκνενιτρωμένα θεῖναι Alex.2.4, cf.IG7.3073.86(Lebad.), Archig. ap. Gal.12.406.
German (Pape)
[Seite 770] auswaschen (mit νίτρον), ἐκπώματα ἐκνενιτρωμένα Alexis bei Ath. VI, 230 b.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκνιτρόω: καθαρίζω διὰ νίτρου, τἀκπώματ’ εἰς τὸ φανερὸν ἐκνενιτρωμένα θεῖναι Ἄλεξ. ἐν «Ἱππίσκῳ» 2· - ἐκνίτρωσις, ἡ, Ὀρειβάσ.