ἐγκαθορμίζομαι
From LSJ
καιρὸς πρὸς ἀνθρώπων βραχὺ μέτρον ἔχει → time and tide wait for no man
English (LSJ)
Med.,
A run into harbour, come to anchor, αὐτόσε Th.4.1, cf. D.C.48.49: aor. Pass., Arr.An.2.20.8.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκαθορμίζομαι: μέσ., εἰσέρχομαι εἰς τὸν λιμένα, ἀγκυροβολῶ, αὐτόσε Θουκ. 4. 1, πρβλ. Δίωνα Κ. 48. 49· οὕτως ἀόρ. παθ., Ἀρρ. Ἀνάβ. 2. 20, 8.
French (Bailly abrégé)
f. ἐγκαθορμίσομαι;
entrer dans le port.
Étymologie: ἐν, καθορμίζω.