δύσπαυστος
From LSJ
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
English (LSJ)
ον,
A hard to stop or appease, Gal.1.334.
German (Pape)
[Seite 686] schwer zu stillen, Galen. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δύσπαυστος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ παύσῃ τις ἢ καταπραΰνῃ, Γαλην.2, 206. -Ἐπίρρ. -τως