ἀναμαρτήτως ζῆν καὶ τοῖς ἄλλοις ἀλύπως → live in a manner above reproach and without offence to others
ἐκνεωτερίζω: νεωτερίζω, καινοτομῶ, Φωτ. βιβλ. σ. 165. 27.