ἐμπολαῖος
From LSJ
ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν → they will become one flesh
English (LSJ)
α, ον,
A of or concerned in traffic, epith. of Hermes as god of commerce, etc., Ar.Ach.816, Pl.1155, Corn.ND16.
German (Pape)
[Seite 816] zum Handel gehörig; so heißt Hermes als Schutzgott des Handels, Ar. Plut. 1155 Ach. 816 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπολαῖος: -α, -ον, ἀνήκων ἢ ἐνδιαφερόμενος εἰς τὸ ἐμπόριον, ἐπίθ. τοῦ Ἑρμοῦ ὡς θεοῦ τοῦ ἐμπορίου, κτλ., Ἀριστοφ. Ἀχ. 816, Πλοῦτ. 1155, πρβλ. ἀγοραῖος, κερδῷος.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qui préside au commerce.
Étymologie: ἐμπολή.