ἐμπεριληπτικός
From LSJ
πείθεται πᾶς ἥδιον ἢ βιάζεται (Dio Cassius, Historiae Romanae 8.36.3) → it's always more pleasant to be persuaded than to be forced
English (LSJ)
ή, όν,
A comprehending, inclusive, τινός A.D.Synt.36.1, al.: abs., ἐ. τρόπος Epicur.Nat.28.2.
German (Pape)
[Seite 812] ή, όν, in sich enthaltand, Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπεριληπτικός: -ή, -όν, ὁ ἐμπεριλαμβάνων, περιληπτικός, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 3. 171, Ἀπολλ. Δ. π. Συντάξ. 36. 1.