ἀκουστής
From LSJ
ἀλλ' ἐσθ' ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → but death is the ultimate healer of ills
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A hearer, listener, Men.988; τῶν ἀλλοτρίων κακῶν D.H.Dem. 45. 2 auditor, disciple, Scymn.20, Agathem.1.1, Phld.Rh.1.95 S., D.H.Isoc.1, etc.
German (Pape)
[Seite 78] ὁ, Zuhörer, Men. bei Poll. 2, 82, der das Wort tadelt, D. Hal. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκουστής: [ᾰ], -οῦ, ὁ, ὁ ἀκούων, ὁ προσέχων, Μενάνδ. Ἄδηλ. 403. 2) ἀκροατής, μαθητής, Ἀγαθήμερ. Γεωγρ. 1. 1, Διον. Ἁλ. κτλ.