ἀκουστής
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
English (LSJ)
ἀκουστοῦ, ὁ,
A hearer, listener, Men.988; τῶν ἀλλοτρίων κακῶν D.H.Dem. 45.
2 auditor, disciple, Scymn.20, Agathem.1.1, Phld.Rh.1.95 S., D.H.Isoc.1, etc.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
• Prosodia: [ᾰ-]
1 oyente Men.Fr.616, c. gen. τῶν ἀλλοτρίων κακῶν D.H.Dem.45.5, τῆς καρδίας αὐτοῦ ἐπίσκοπος ἀληθὴς καὶ τῆς γλώσσης ἀ. LXX Sap.1.6.
2 discípulo, alumno Scymn.20, Agathem.1.1, Phld.Rh.2.159Aur., Acad.Hist.3.38, D.H.Isoc.1.2.
3 mediador, árbitro τῆσδε τῆς ὑποθέσεως PLond.1708.127 (VI d.C.).
German (Pape)
[Seite 78] ὁ, Zuhörer, Men. bei Poll. 2, 82, der das Wort tadelt, D. Hal. u. Sp.
Russian (Dvoretsky)
ἀκουστής: οῦ ὁ слушатель Men.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκουστής: [ᾰ], -οῦ, ὁ, ὁ ἀκούων, ὁ προσέχων, Μενάνδ. Ἄδηλ. 403. 2) ἀκροατής, μαθητής, Ἀγαθήμερ. Γεωγρ. 1. 1, Διον. Ἁλ. κτλ.
Greek Monolingual
ἀκουστής, ο (Α) ἀκούω
1. αυτός που ακούει, ο ακροατής
2. μαθητής, σπουδαστής.