καὶ ἥ γε ἀνία τὸ ἐμποδίζον τοῦ ἰέναι → sorrow is that which hinders motion
ἀστόλιστος: ὁ μὴ ἐστολισμένος, Θεοδ. Προδρ. Ροδ. 21 (1, 216), Ἡσύχ. ἐν λέξει αὐσταλέος.