τῷ ἄφρονι περιττεύει τὸ πάθος → the stupid man is carried away by passion
[Seite 782] außer dem Ton, mißtönig; ᾄδειν Clem. Al.
ἔκτονος: -ον, παράτονος, παράφωνος, ἐκτ.... ᾄδειν Κλήμ. Ἀλ. 493. - Ἐπίρρ. ἐκτόνως = ἐντόνως, σφόδρα, Γ. Κεδρ. τ. Α΄, σ. 376, 16, ἔκδ. Β.