ἔκτονος

From LSJ

Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit

Menander, Monostichoi, 153

German (Pape)

[Seite 782] außer dem Ton, mißtönig; ᾄδειν Clem. Al.

Greek (Liddell-Scott)

ἔκτονος: -ον, παράτονος, παράφωνος, ἐκτ.... ᾄδειν Κλήμ. Ἀλ. 493. - Ἐπίρρ. ἐκτόνως = ἐντόνως, σφόδρα, Γ. Κεδρ. τ. Α΄, σ. 376, 16, ἔκδ. Β.

Spanish (DGE)

-ον
fuera de tono, desentonado fig. de la ley divina ᾄδειν Clem.Al.Strom.2.20.123.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἔκτονος, -ον)
Ι. παράτονος, παράφωνος, ο έξω του μουσικού τόνου, παράχορδος, φάλτσος
2. χαλαρός, άτονος, ξετεντωμένος
ΙΙ. επίρρ. εκτόνως
νεοελλ.
άτονα, χαλαρά
αρχ.
έντονα, σφοδρά.