Ἀραβία
From LSJ
Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
English (LSJ)
ἡ,
A Arabia, Hdt.2.8, etc. (also, = κόσμος γυναικός, Hsch.): poet. Ἀρραβία Theoc.17.86:—Adj. Ἀράβιος, α, ον, Arabian, οἱ Ἀ. Hdt.1.198, al.:—also Ἀραβικός, ή, όν, χάραγμα PGen.29.8 (ii A. D.), Plu.Ant.69, Hsch.:—later Ἄραβες (v. Ἄραψ):—pecul. fem. Ἀραβίς, ίδος, Them.Or.34.56: Ἀράβισσα, St.Byz.
Greek (Liddell-Scott)
Ἀραβία: ἡ, Ἡροδ. 2. 8, κτλ.· ποιητ. Ἀρραβία Θεόκρ. 17. 86: -ἐντεῦθεν, Ἀράβιος, α, ον, ἐξ Ἀραβίας, οἱ Ἀράβιοι Ἡροδ. 1. 198, κ. ἀλλ.· μεταγεν. Ἄραβες (ἴδε Ἄραψ): - ὡσαύτως , -ικός, ή, όν, Πλούτ. Ἀντών. 69: - ἰδιόρρυθμον θηλ. Ἀραβίς, ίδος, Θεμίστ. 56.