ἐνράσσω
From LSJ
English (LSJ)
A dash against. ταῖς πύλαις J.AJ5.8.10.
German (Pape)
[Seite 851] hineinschlagen, -reißen, ταῖς πύλαις αὐταῖς Ios.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνράσσω: ὁρμητικῶς ἐφορμῶ, μετὰ δοτ., Σαμψὼν δὲ... ἀναστὰς ἐνράσσει ταῖς πύλαις, αὐταῖς τε φλιαῖς καὶ μοχλοῖς Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 5. 8, 10, πρβλ. Σουΐδ. ἐν λέξει.