ἀφήκω
From LSJ
Ἐλευθέρου γάρ ἐστι τἀληθῆ λέγειν → Perhibere vera semper ingenuum decet → Die Wahrheit sagen ist des freien Mannes Art
English (LSJ)
A arrive at or have arrived, οἷ πάντα δεῖ ἀφήκειν Pl.R.530e; ἐς θεούς D.C.52.4; ἐς πρῖσιν ἀ. is a case for operation, Hp.VC9. II depart, πολὺ ἀπό τινων D.C.41.8.
German (Pape)
[Seite 409] ankommen, hingelangen, οἷ πάντα δεῖ ἀφήκειν Plat. Rep. VII, 530 e; Antipho bei B. A. 470, = διήκω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφήκω: ἀφικνοῦμαι, φθάνω που, καὶ οὐκ ἐξῆκον ἐκεῖσε ἀεί, οἷ πάντα δεῖ ἀφήκειν Πλάτ. Πολ. 530Ε· εἴς τι Ἱππ. 900Η
French (Bailly abrégé)
1 arriver, parvenir, εἴς τι;
2 c. διήκω.
Étymologie: ἀπό, ἥκω.