ἐμφυτεύω
English (LSJ)
A implant, engraft, Pl.Ti. 70c, IG12(7).62.34 (Amorgos) :—Pass., Thphr.CP1.6.1, etc.; ἐλαίας ἐμπεφυτευμένας ἐν τοῖς κοτίνοις D.S.5.16: metaph., of souls, σώμασιν ἐμφυτευθῆναι Pl.Ti.42a. 2 metaph., ἐμφυτεύειν μονάρχους τοῖς Ἕλλησι Plb.2.41.10, cf.9.29.6; ἐν τῆ ψυχῆ παράδεις ον ἀρετῶν Ph. 1.335. II Pass., of land, to be granted on terms of ἐμφύτευσις, PMasp.298.17 (vi A. D.), Just.Nov.7.3.3.
German (Pape)
[Seite 821] einpflanzen, einpfropfen; ἐλαίας ἐμπεφυτευμένας ἐν τοῖς κοτίνοις D. Sic. 5, 16; Theophr.; übertr., σώμασιν ἐμφυτευθῆναι, von der Seele, Plat. Tim. 42 a; übh. einsetzen, τυράννους, Pol. 9, 26, 6 u. Plut. – Ein Gut in Erbpacht geben, Novell.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμφυτεύω: φυτεύω ἔν τινι, ἐγκεντρίζω, Πλάτ. Τίμ. 70C· ἐμφ. τινί τι Διόδ. 5. 16: - Παθ., Θεοφράστ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 6, 1, κτλ.· ἐπὶ τοῦ σώματος, τῇ δὲ δὴ πηδήσει τῆς καρδίας... ἐπικουρίαν αὐτῇ μηχανώμενοι τὴν τοῦ πλεύμονος ἰδέαν ἐνεφύτευσαν (οἱ θεοὶ) Πλάτ. Τίμ. 70C: - ὡσαύτως, ἐμφυτεύειν μονάρχους τοῖς Ἕλλησιν Πολύβ. 2. 41, 10, πρβλ. 9. 29, 6.