δίφυιος

Revision as of 19:52, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

English (LSJ)

[ῐ], ον,

   A = διφυής, Antag.1.7.    II = δύο, A.Ag.1469 (lyr.).    III = διπλοῦς, Schwyzer 411.5, 419.8 (Elis): ζίφ- prob. in ib.410.1 (ibid.).

German (Pape)

[Seite 645] doppelgestaltig, wie διφυής; σῶμα Antagoras bei D. L. 4, 26; Τανταλίδαι, die beiden T., Aesch. Ag. 1447.

Greek (Liddell-Scott)

δίφυιος: [ῐ], -ον, = διφυής, Ἀνταγόρας παρὰ Διογ. Λ. 4. 27. ΙΙ. = δύο, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1468· ― φυίω εἶναι Αἰολ. ἀντὶ φύω, Ε. Μ. 254. 17· πρβλ. δεκάφυιος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de double nature ; au plur. deux.
Étymologie: διφυής.