δίφυιος
English (LSJ)
[ῐ], ον,
A = διφυής, Antag.1.7. II = δύο, A.Ag.1469 (lyr.). III = διπλοῦς, Schwyzer 411.5, 419.8 (Elis): ζίφ- prob. in ib.410.1 (ibid.).
German (Pape)
[Seite 645] doppelgestaltig, wie διφυής; σῶμα Antagoras bei D. L. 4, 26; Τανταλίδαι, die beiden T., Aesch. Ag. 1447.
Greek (Liddell-Scott)
δίφυιος: [ῐ], -ον, = διφυής, Ἀνταγόρας παρὰ Διογ. Λ. 4. 27. ΙΙ. = δύο, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1468· ― φυίω εἶναι Αἰολ. ἀντὶ φύω, Ε. Μ. 254. 17· πρβλ. δεκάφυιος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
de double nature ; au plur. deux.
Étymologie: διφυής.