ἔμβαρος

From LSJ
Revision as of 11:05, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_14)

Ἔστιν Δίκης ὀφθαλμός, ὃς τὰ πάνθ' ὁρᾷ → Die Dike hat ein Auge, das nichts übersieht → Das Recht besitzt ein Auge, welches alles sieht

Menander, Monostichoi, 179
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔμβᾰρος Medium diacritics: ἔμβαρος Low diacritics: έμβαρος Capitals: ΕΜΒΑΡΟΣ
Transliteration A: émbaros Transliteration B: embaros Transliteration C: emvaros Beta Code: e)/mbaros

English (LSJ)

ον,

   A of weighty sense, Men.Phasm.Fr.3, Id.11D. (where perh.,= ἔμβαρος 11), cf. Paus.Gr.Fr.163; but also,= ἠλίθιος, μωρός, Hsch.    II pregnant, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

ἔμβαρος: ὁ, νουνεχής, «ἔμβαρός εἰμι· νουνεχής, φρόνιμος» Σουΐδ., ἀλλὰ καθ᾿ Ἡσύχ.: «ἔμβαρος· ἠλίθιος, μωρός, ἢ νουνεχής. Μένανδρος φάσματι (Ἀποσπ. ΙΙ. σ. 219)»· ‒ «τάττεται δὲ ἐπὶ τῶν παραπαιόντων καὶ μεμηνότων» Σουΐδ, ἐν λέξει ἔμβαρος, ἐν τέλει.