εἰς ὁδόν ἐθνῶν μὴ ἀπέλθητε → go not into the way of the Gentiles (Matthew 10:5)
SourceGerman (Pape)
[Seite 677] ungenießbar, Plut. Symp. 4, 4, 2.
Greek (Liddell-Scott)
δύσβρωτος: -ον, ὃν δυσκόλως δύναταί τις νὰ φάγῃ, Πλούτ. 2. 668E.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à manger.
Étymologie: δυσ-, βιβρώσκω.