αἱρετιστής
From LSJ
Λογισμός ἐστι φάρμακον λύπης μόνος → Ratio remedium est unum maestitudinis → Vernunft allein heilt Menschen von der Traurigkeit
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A one who chooses, τινός Plb.22.6.11. 2 partisan, τῶν τρόπων τινός Philem.131, cf. Plb.1.79.9, etc.; founder of a philosophical school, D.L.9.6; τῶν λόγων Vit.Philonid.p.12 C. 3 sectarian, J.BJ2.8.2, Iamb.Protr.21.κά. 4 Astrol., belonging to the 'condition', Jul.Laod.in Cat.Cod.Astr.5(1).183.
Greek (Liddell-Scott)
αἱρετιστής: -οῦ, ὀπαδός, μιμητής, τῶν τρόπων τινός, Φιλήμ. Ἄδηλ. 43· ὡσαύτως παρὰ Πολυβ. 1. 79. 9, κτλ.: ὁ ἀνήκων εἴς τινα αἵρεσιν, ἰδίως ἐν τῇ φιλοσοφίᾳ, Διογ. Λ. 9. 6.