ἁλιβδύω
From LSJ
δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
English (LSJ)
[ῡ], expl. by Gramm. as Aeol. for *ἁλιδύω,
A sink or submerge in the sea, νῆας ἁλιβδύουσι Call.Fr.269 : hide, aor. ἁλιβδύσασα Lyc.351, cf. EM63.13, Hsch.
German (Pape)
[Seite 96] ins Meer versenken, Callim. frg. 269; übh. versenken. Lycophr. 351, wo v. l. ἁλιβδήσασα.
Greek (Liddell-Scott)
ἁλιβδύω: [ῡ], Αἰολ. ἀντὶ *ἁλιδύω = καταδύω εἰς τὴν θάλασσαν, νῆας ἁλιβδύουσι, Καλλ. Ἀποσπ. 269: = κρύπτω, ἀόρ. ἁλιβδύσασα, Λυκόφρ. 351. Ἴσως ἔπρεπε νὰ γραφῇ ἁλὶ βδ-.