ἀλφιτοποιός
From LSJ
εἰ πλείονα δ' εἰδείης Σισύφου → if you were more intelligent than Sisyphus
English (LSJ)
ὁ, ἡ,
A preparer of ἄλφιτα, Oenom. ap. Eus.PE5.34.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλφῐτοποιός: ὁ, ἡ, ὁ κατασκευάζων ἄλφιτα, Οἰνόμ. παρ’ Εὐσ. Εὐαγ. Προπ. 232C.