ἀλλακτέον
From LSJ
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
English (LSJ)
A one must change, Plu.2.53b, Sor.2.11.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλλακτέον: ῥηματ. ἐπίθ., = πρέπει τις νὰ ἀλλάξῃ, Πλούτ. 2.53Α.
French (Bailly abrégé)
adj. verb. de ἀλλάσσω.