ἀναμορφόω
From LSJ
English (LSJ)
A transform, εἴς τι Philostr.Jun.Im.4.
German (Pape)
[Seite 198] umgestalten, Sp., wie Philostr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναμορφόω: ἀναμορφώνω, σχηματίζω ἐκ νέου, ἀνακαινίζω, Ἐκκλ. 2) μεταμορφώνω, εἴς τι φιλόστ. 869.