ἀναληπτικός
From LSJ
Full diacritics: ἀναληπτικός | Medium diacritics: ἀναληπτικός | Low diacritics: αναληπτικός | Capitals: ΑΝΑΛΗΠΤΙΚΟΣ |
Transliteration A: analēptikós | Transliteration B: analēptikos | Transliteration C: analiptikos | Beta Code: a)nalhptiko/s |
ή, όν,
A restorative, κύκλος, of medical treatment, Sor.2.88, cf. Gal.1.301. Adv. -κῶς Id.14.672.
[Seite 196] erquickend, stärkend, ἀγωγή, φάρμακα, Medic.
ἀναληπτικός: -ή, -όν, ὁ συντελῶν πρὸς ἀνάρρωσιν καὶ ὑγίειαν, Γαλην.