ἀνεπόπτευτος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A not admitted among the ἐπόπται, Hyp.Fr.174, cf. Poll.8.124.
German (Pape)
[Seite 225] der nicht ἐπόπτης geworden, nicht ganz in die Eleusinischen Geheimnisse eingeweiht worden, Hyperid. bei VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεπόπτευτος: -ον, ὁ μὴ γινόμενος ἐπόπτης, ὁ μὴ μυηθεὶς τελείως τὰ Ἐλευσίνια μυστήρια, Ὑπερείδ. παρ’ Ἁρπ. ἐν λέξει, πρβλ. Πολυδ. Β΄, 58, Η΄, 124.