ἀντιμαχέω
From LSJ
Κάλλιστον ἐν κήποισι φύεται ῥόδον → Pulchrius in hortis gignitur nihil rosa → Die Rose ist das Schönste, was im Garten wächst
English (LSJ)
A resist by force of arms, D.S.23.7. 2 as law-term, resist, demur, AB184.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιμᾰχέω: ἀνθίσταμαι διὰ τῶν ὅπλων, Διοδ. Ἐκλογ. 502. 69. 2) ὡς νομικὸς ὅρος, ἀνθίσταμαι, ἐγείρω ἐνστάσεις, φέρω ἀντιρρήσεις, «ὅταν ἀντιποιῆταί τις οἰκίας ἢ χωρίου καὶ ὁ πεπρακὼς ἑτέραν ζητῇ τιμὴν καὶ μάχηται, τοῦτο λέγεται ἀντιμαχῆσαι» Α. Β. 184, 13.