ἀντιμαχέω
From LSJ
τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts
English (LSJ)
A resist by force of arms, D.S.23.7.
2 as law-term, resist, demur, AB184.
Spanish (DGE)
1 resistir, presentar batalla Sch.A.Th.793, D.S.23.7.
2 jur. reconvenir, AB 184.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιμᾰχέω: ἀνθίσταμαι διὰ τῶν ὅπλων, Διοδ. Ἐκλογ. 502. 69. 2) ὡς νομικὸς ὅρος, ἀνθίσταμαι, ἐγείρω ἐνστάσεις, φέρω ἀντιρρήσεις, «ὅταν ἀντιποιῆταί τις οἰκίας ἢ χωρίου καὶ ὁ πεπρακὼς ἑτέραν ζητῇ τιμὴν καὶ μάχηται, τοῦτο λέγεται ἀντιμαχῆσαι» Α. Β. 184, 13.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιμᾰχέω: Diod. = ἀντιμάχομαι.