Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
Full diacritics: ἀπηξία | Medium diacritics: ἀπηξία | Low diacritics: απηξία | Capitals: ΑΠΗΞΙΑ |
Transliteration A: apēxía | Transliteration B: apēxia | Transliteration C: apiksia | Beta Code: a)phci/a |
ἡ, (πήγνυμι)
A want of solidity, liability to flux, σώματος Ptol. Tetr.204; incapacity for sol)idification, Ar.Byz.Epit.15.9.
ἀπηξία: ἡ, (πήγνυμι) ἔλλειψις πήξεως, στερεότητος, τήν τε ὑγρότητα καὶ ἀπηξίαν τοῦ σώματος Πτολ. Τετράβ. 4, σ. 204D.