ἀπογραφή

From LSJ
Revision as of 19:48, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

κατ' ἐπιταγήν τοῦ αἰωνίου Θεοῦ → by command of the eternal God, by command of God eternal

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπογρᾰφή Medium diacritics: ἀπογραφή Low diacritics: απογραφή Capitals: ΑΠΟΓΡΑΦΗ
Transliteration A: apographḗ Transliteration B: apographē Transliteration C: apografi Beta Code: a)pografh/

English (LSJ)

ἡ,

   A register, list, of lands or property, Pl.Lg.745d, 850d, etc.; of the πεντηκοστολόγοι, D.34.7; ἀ. τῆς οὐσίας IG2.476.14; ἐφήβων CIG(add.)1997c (Maced.); list of moneys claimed by the state from private persons, Lys.17.4, D.20.32.    2 register of persons liable to taxation, Ev.Luc. 2.2, J.AJ18.1.1; ἡ κατ' οἰκίαν ἀ. PLond.2.260.79 (i A.D.), etc.; of the Roman census-lists, Plu.Cat.Ma.16 (pl.); muster-roll of soldiers, Plb.2.23.9.    3 generally, ἐξ ἀπογραφῆς λέγειν from a written list, Sotad.Com.1.35.    II as Att. law-term, copy of a declaration made before a magistrate, deposition or information laid, Lys.9.3, 29.1, Lexap.D.35.51; ποιεῖσθαι ἀ., = ἀπογράφειν, D.53.1; τινὸς κατά τινος And.1.23, cf. Harp.s.v.    2 any written declaration before a magistrate, ἀ. ποιείσθωσαν δηλοῦντες κτλ. POxy.237 vii33 (i A.D.), etc.; esp. declaration of property or persons liable to taxation, BGU1147.26 (i B.C.), etc.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπογρᾰφή: ἡ, καταγραφή: κατάλογος κτημάτων, κτηματολόγιον, καὶ πίναξ φορολογικός, ἀπογραφῆς ἁπάντων γενομένης Πλάτ. Νόμ. 745D. 840C, Δημ., κτλ. τῶν πεντηκοστολόγων ὁ αὐτ. 909. 10· ἀπ. τῆς οὐσίας Συλλογ. Ἐπιγρ. 123. 14· ἐφήβων αὐτόθι (προσθῆκαι) 1997C· κατάλογος χρημάτων ἀνηκόντων μὲν εἰς τὴν πολιτείαν κατακρατουμένων δὲ ὑπὸ πολιτῶν, Λυσ. 148. 25, Δημ. 467. 6, κτλ., πρβλ. λεξ. Ἀρχαιολογ. 2) κατάλογος τῶν εἰς φορολογίαν ὑποκειμένων, τὸ Ρωμαϊκὸν census, Εὐαγγ. κ. Λουκ. β΄, 2· τὴν ἀπ. τῶν χρημάτων ποιεῖσθαι = τοὺς φόρους τάσσειν Πλουτ. Ἀριστ. 241· στρατολογικὸς κατάλογος, Πολύβ. 2. 23, 9: - καὶ ἴσως, ἐξ’ αὐτοῦ παρὰ Βυζαντίνοις = φόρος. 3) καθόλου, οὐκ ἐξ ἀπογραφῆς, ἐκ γραπτοῦ καταλόγου, Σωτάδ. ἐν «Ἐγκλειομέναις» 1. 35. ΙΙ. ὡς Ἀττ. δικανικὸς ὅρος, ἀντίγραφον διακηρύξεως γενομένης ἐνώπιον ἄρχοντος, κατάθεσις, Λυσ. 114. 30., 181Β, Νόμος παρὰ Δημ. 941. 14· ποιεῖσθαι ἀπογραφὴν = ἀπογράφειν Δημ. 1246. 4· τινὸς κατά τινος, Ἀνδοκ. 4. 19, πρβλ. Ἁρποκρ. ἐν λέξει.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 registre;
2 t. de droit réclamation écrite à un magistrat ; accusation.
Étymologie: ἀπογράφω.