ἀποτέλεσμα

From LSJ
Revision as of 19:49, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποτέλεσμα Medium diacritics: ἀποτέλεσμα Low diacritics: αποτέλεσμα Capitals: ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ
Transliteration A: apotélesma Transliteration B: apotelesma Transliteration C: apotelesma Beta Code: a)pote/lesma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A full completion, μηνός Arist.Mu.397a14; τέχνης Plb.4.78.5, Plu.Lyc.30.    2 event, result, Plb.2.39.11, D.S.1.89, Phld.Rh.1.129 S. (pl.), Antyll. ap. Orib. 45.26.4, M.Ant.6.42, etc.; effect, opp. αἰτία, Stoic.2.118, al., Herm. ap.Stob.1.41.6, Procl.Inst.18.    3 finished product, Olymp. in Mete. 143.15; created objects, in pl., Ph.2.472.    II Astrol., result of certain positions of the stars on human destiny, τἀπὸ ἀποτελεσμάτων προρρηθέντα Phld.D.1.25, cf. Plu.Rom.12, Artem.1.9, PTeb.276 (ii/iii A. D.); title of works by Helicon and others, Suid. s.v.

German (Pape)

[Seite 330] τό, 1) das Vollendete, τέχνης, Wirkung, das letzte Ziel der Kunst, Plut. Lyc. 30, wofür nachher ἔργον steht. Allgem., der Erfolg, Pol. 2, 39; Clem. Al.; Artemidor. – 2) Constellationen der Gestirne u. Einstuß derselben auf die Menschen, Astrolog.; s. Plut. Rom. 12.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποτέλεσμα: -ατος, τό, συμπλήρωσις, ἀποτελείωσις, μηνὸς Ἀριστ. π. Κοσμ. 5. 9· τέχνης Πολύβ. 4.78, 5, Πλουτ. Λυκοῦργ. 30. 2) γεγονός, συμβάν, ἀποτέλεσμα, Πολύβ. 2. 39, 11. ΙΙ. ὡς ἀστρολογικὸς ὅρος, τὸ ἀποτέλεσμα ἢ ἐπίδρασις θέσεών τινων τῶν ἄστρων ἐπὶ τῆς ἀνθρωπίνης τύχης, Πλουτ. Ρωμ. 12, Ἀρτεμίδ. 1.9, κλ.: - συγγράμματα ἐπιγραφόμενα ἀποτελέσματα ἐγράφησαν ὑπὸ Ἑλικ. καὶ ἄλλων· ἀλλὰ κατὰ Σουΐδ. ἐν λέξει Ἑλικώνιος τὰ συγγράμματα ταῦτα ὠνομάζοντο ἀποτελεσματικὰ «Ἑλικώνιος ἀστρονόμος ἀποτελεσματικά, περὶ διοσημιῶν καὶ ἄλλα πολλά».

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 effet, résultat;
2 influence des astres.
Étymologie: ἀποτελέω.