ἀπόψηφος
From LSJ
Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib
English (LSJ)
ον,
A voting in the negative, ἀ. ἐγένοντο τοῦ ἀποκτεῖναι Phryn.PSp.13B.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόψηφος: -ον, ὁ μὴ ψηφίσας, ὁ μὴ ἐνεγκὼν ψῆφον, «ἀπόψηφοι ἐγένοντο τοῦ ἀποκτεῖναι, σημαίνει τὸ οἷον οὐκ ἤνεγκαν ψῆφον» Α. Β. 9, 20.