ἀριστόδειπνον
From LSJ
διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
English (LSJ)
[ᾱ], τό,
A breakfast-dinner, Alex.294, Men.998.
German (Pape)
[Seite 352] τό, Mittagabendmahlzeit, Alex. bei Ath. II, 47 e; Menand. bei Poll. 6, 102.
Greek (Liddell-Scott)
ἀριστόδειπνον: τὸ, ἄριστον ἅμα καὶ δεῖπνον, παρ’ ὧν γένοιτ’ ἂν συντόμως ἀριστόδειπνον Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 25, Μένανδ. ἐν «Ὀργῇ» 6.